- αναχλοάζω
- (Α ἀναχλοάζω)νεοελλ.ξαναγίνομαι χλοερός, ξαναπρασινίζωαρχ.ξαναγίνομαι νέος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναχλόαση — η η δημιουργία πυκνής χαμηλής βλάστησης σε εδάφη τα οποία εμφανίζουν διάβρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναχλοάζω. Η λ., ως απόδοση του γαλλ. gazonnement, μαρτυρείται από το 1895 από τον οικονομολόγο Γεώργιο Κοφινά στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek